αλαφροσάλευτος

αλαφροσάλευτος
-η -ο [αλαφροσαλεύω]
1. αυτός που σαλεύει, που κινείται ελαφρά από τον άνεμο
2. αυτός που μπορεί να μετακινηθεί εύκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλαφροσαλεύω — 1. κινώ, μετατοπίζω κάτι ελαφρά 2. σαλεύω, μετακινούμαι εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σαλεύω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροσάλεμα, αλαφροσάλευτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”